- βερνίκι
- Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα σε μεταβλητές αναλογίες ρητινών (τεχνητών ή φυσικών) ή καουτσούκ σε έλαιο ή αλκοόλ. Στην ελαιογραφία, το βερνίκωμα είναι απαραίτητο για να αποφεύγονται τα δυσάρεστα αποτελέσματα της ξήρανσης, για να διευκολύνεται η πρόσφυση των επαλλήλων στρωμάτων χρώματος και για να επιτυγχάνεται προστασία από την υγρασία, την τριβή, το φως κλπ. Ένας ιδιαίτερος τύπος β. είναι εκείνο που φέρει το όνομα των εφευρετών του, των Γάλλων αδελφών Μαρτέν, που κατάφεραν να μιμηθούν αρκετά ικανοποιητικά τις λάκες της Κίνας του 18ου αι.
βερνίκωμα.Η διαδικασία της επεξεργασίας ή της προληπτικής προστασίας επιφανειών ή αντικειμένων, η οποία συνίσταται στην επάλειψη ενός β. με διάφορες μεθόδους. Το β. αυτό μπορεί να οριστεί ως ένα αιώρημα –μέσα σε κατάλληλο υγρό– στερεών και λεπτότατα καταμερισμένων συστατικών, τα οποία, όταν απλωθούν σε μια επιφάνεια, ξηραίνονται και σχηματίζουν ένα υμένιο, είτε με οξείδωση είτε με εξάτμιση. Εξωτερικές επιφάνειες (π.χ. στην οικοδομική) ή επιφάνειες αντικειμένων εκτεθειμένων συνήθως στις καιρικές συνθήκες απαιτούν β. που εξασφαλίζουν μια καλή προστασία, ενώ εσωτερικές επιφάνειες ή αντικείμενα κλειστών χώρων απαιτούν β. που δίνουν ωραία εμφάνιση ή λεία επιφάνεια. Για να πετύχουμε ένα καλό βερνίκωμα, πρέπει οι επιφάνειες να είναι καλά προετοιμασμένες, δηλαδή λείες, ομοιόμορφες και χωρίς πόρους. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται ειδικά επιχρίσματα.
Το βερνίκωμα μπορεί να γίνει με πινέλο ή με ψεκασμό ή με βύθιση του αντικειμένου σε λουτρό χρώματος. Οι δύο τελευταίοι τρόποι χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία. Το βερνίκωμα με ψεκασμό εκτελείται με ένα εργαλείο σε σχήμα πιστολιού, το πιστολέτο, στο οποίο διοχετεύεται με σωλήνα πεπιεσμένος αέρας. Ο αέρας, με τον στροβιλισμό και την υψηλή του ταχύτητα, καταμερίζει το β. σε λεπτότατα μόρια και το κατευθύνει στην επιφάνεια.
Αξιοσημείωτη μέθοδος είναι το ηλεκτροστατικό βερνίκωμα με ψεκασμό. Αυτό συνίσταται στη φόρτιση των μορίων του β. με αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο, ενώ το αντικείμενο που θέλουμε να βερνικώσουμε φορτίζεται θετικά. Το αρνητικό φορτίο προσδίδεται κατά τον ψεκασμό με χρήση ειδικών πιστολέτων που υποβάλλουν το β. σε ένα ηλεκτροστατικό πεδίο υψηλής τάσης. Αντίθετα, το θετικό φορτίο δίνεται στο αντικείμενο με την καλή γείωσή του. Με το σύστημα αυτό, η απώλεια β. περιορίζεται στο ελάχιστο, ακόμα και στην περίπτωση μεταλλικών δικτύων. Γενικά, επιτυγχάνεται οικονομία β. περίπου άνω του 35%.
Όσο για τους τύπους β., αυτοί είναι τα κυρίως β., τα χρωστικά β. και τα σμάλτα. Τα πρώτα είναι β. που δίνουν διαφανή υμένια· τα χρωστικά β. έχουν ουσίες που δίνουν χρωματιστά και τα σμάλτα δίνουν υαλώδη, έγχρωμα ή άχρωμα υμένια μεγάλης σκληρότητας. Τα συστατικά ενός β. διαιρούνται σε τρεις ομάδες: τον φορέα, τους διαλύτες και τα αιωρούμενα συστατικά. O φορέας, ο οποίος κατά την ξήρανση σχηματίζει το συνεχές υμένιο, αποτελείται συνήθως από έλαια (λινέλαιο, κικινέλαιο κλπ.) ή από συνθετικές ρητίνες (πολυβινυλικές ρητίνες, σιλικόνες) ή από εστέρες (χρησιμοποιείται ιδιαίτερα η νιτροκυτταρίνη για την ελαστικότητα και την αντοχή της). Οι διαλύτες, που εξατμίζονται μετά την εφαρμογή του β., έχουν σκοπό να μειώσουν το κολλώδες του β., ώστε να γίνει κατάλληλο για εφαρμογή και, μερικές φορές, να διατηρήσουν τον φορέα σε υγρή κατάσταση. Συνηθέστεροι είναι η ακετόνη, οι αλκοόλες (μεθυλική, αιθυλική κλπ.), οι υδρογονάνθρακες (βενζόλιο, τολουόλιο κλπ.). Τα αιωρούμενα συστατικά περιέχονται μόνο στα χρωστικά β. και στα σμάλτα και είναιουσίες λεπτά καταμερισμένες, που σχηματίζουν αιωρήματα με τον φορέα. Οι έγχρωμες ουσίες λέγονται χρωστικά, ενώ χαρακτηρίζουμε ως στερεωτικά τις άσπρες ή άχροες ουσίες (βαρίτης, ανθρακικό ασβέστιο κλπ.), οι οποίες δεν μεταβάλλουν το χρώμα, αλλά αυξάνουν την αντίσταση των χρωστικών. Τα πιο συνήθη χρωστικά είναι διάφορες γαίες, μεταλλικά οξείδια και για φωσφορίζουσα βαφή ο θειούχος ψευδάργυρος.
ΠΑΧΥΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΒΕΡΝΙΕΡΟΣ
Βερνίκωμα μεταλλικής επιφάνειας με ψεκασμό.
Βερνίκωμα της εξωτερικής επιφάνειας πλοίου για να προστατευτεί από τις καιρικές συνθήκες, κυρίως από το θαλασσινό νερό.
* * *το1. χημ. υλικό που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη και προστασία μεταλλικών, ξύλινων ή άλλων επιφανειών2. επιφανειακό προσόν («βερνίκι πολυμάθειας»).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. βερενίκιον («είδος φυτούνίτρο άριστης ποιότητας»), λ. που ανάγεται στο Βερενίκη, όνομα της συζύγου του Αιγυπτίου βασιλιά Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη. Κατ' άλλη άποψη, βερνίκι < λατ. vernicium «κόμμι αρκεύθου»].
Dictionary of Greek. 2013.